„ασυνεννόητος“ ασυνεννόητος [asineˈnoitos], ασυνεννόητη, ασυνεννόητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verständnislos verständnislos ασυνεννόητος ασυνεννόητος