„ασυνειδησία“: θηλυκό ασυνειδησία [asiniðiˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gewissenlosigkeit Gewissenlosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f ασυνειδησία ασυνειδησία