„ασυνάρτητος“ ασυνάρτητος [asiˈnartitos], ασυνάρτητη, ασυνάρτητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zusammenhanglos zusammenhang(s)los ασυνάρτητος ασυνάρτητος