ασυμπλήρωτος
[asimˈblirotos], ασυμπλήρωτη, ασυμπλήρωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unausgefülltασυμπλήρωτος αίτηση, έντυποασυμπλήρωτος αίτηση, έντυπο
Thank you for your feedback!