„ασυγύριστος“ ασυγύριστος [asiˈjiristos], ασυγύριστη, ασυγύριστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unaufgeräumt unaufgeräumt ασυγύριστος ασυγύριστος