„ασυγχώρητος“ ασυγχώρητος [asiŋˈxoritos], ασυγχώρητη, ασυγχώρητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unverzeihlich unverzeihlich ασυγχώρητος ασυγχώρητος