ασυγκράτητος
[asiŋˈgratitos], ασυγκράτητη, ασυγκράτητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unbeherrscht, hemmungslosασυγκράτητοςασυγκράτητος
Thank you for your feedback!