„αστρονομικός“ αστρονομικός [astronomiˈkos], αστρονομική, αστρονομικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) astronomisch astronomisch αστρονομικός αστρονομικός examples αστρονομικό ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n Unsummeθηλυκό | Femininum, weiblich f αστρονομικό ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n