„αστρολούλουδο“: ουδέτερο αστρολούλουδο [astroˈluluðo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aster Asterθηλυκό | Femininum, weiblich f αστρολούλουδο αστρολούλουδο