αστραπή
[astraˈpi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Blitzαρσενικό | Maskulinum, männlich mαστραπήαστραπή
examples
- διαδίδομαι σαν αστραπήsich wie ein Lauffeuer verbreiten
- αστραπή κατά στοιβάδεςWetterleuchtenουδέτερο | Neutrum, sächlich n