„αστράγαλος“: αρσενικό αστράγαλος [asˈtraɣalos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Knöchel Knöchelαρσενικό | Maskulinum, männlich m αστράγαλος αστράγαλος