αστικοποίηση
[astikoˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Urbanisierungθηλυκό | Femininum, weiblich fαστικοποίησηVerstädterungθηλυκό | Femininum, weiblich fαστικοποίησηαστικοποίηση