„αστεροσκοπείο“: ουδέτερο αστεροσκοπείο [asteroskoˈpio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sternwarte Sternwarteθηλυκό | Femininum, weiblich f αστεροσκοπείο αστεροσκοπείο