„αστειεύομαι“: αποθετικό ρήμα αστειεύομαι [astiˈevome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Spaß machen, scherzen Spaß machen, scherzen αστειεύομαι αστειεύομαι