„αστείος“ αστείος [asˈtios], αστεία, αστείοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) witzig, lustig, lächerlich witzig, lustig αστείος αστείος lächerlich αστείος γελοίος αστείος γελοίος