„αστείο“: ουδέτερο αστείο [asˈtio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Witz, Scherz, Spaß Witzαρσενικό | Maskulinum, männlich m αστείο Scherzαρσενικό | Maskulinum, männlich m αστείο Spaßαρσενικό | Maskulinum, männlich m αστείο αστείο examples για αστείο zum Spaß για αστείο δεν κάνω αστεία! ich scherze nicht!. δεν κάνω αστεία! στ’ αστεία im Scherz στ’ αστεία αστεία φράσηουδέτερο | Neutrum, sächlich n Pointeθηλυκό | Femininum, weiblich f αστεία φράσηουδέτερο | Neutrum, sächlich n hide examplesshow examples