„αστακός“: αρσενικό αστακός [astaˈkos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Hummer, Languste Hummerαρσενικό | Maskulinum, männlich m αστακός Langusteθηλυκό | Femininum, weiblich f αστακός αστακός