„ασπιρίνη“: θηλυκό ασπιρίνη [aspiˈrini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aspirin® Aspirin®ουδέτερο | Neutrum, sächlich n ασπιρίνη ασπιρίνη