„ασκόνιστος“ ασκόνιστος [asˈkonistos], ασκόνιστη, ασκόνιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) staubfrei staubfrei ασκόνιστος ασκόνιστος