ασιατικός
[asiatiˈkos], ασιατική, ασιατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- asiatischασιατικόςασιατικός
examples
- Ασιατικές σπουδέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplOrientalistikθηλυκό | Femininum, weiblich f