„ασθενοφόρο“: ουδέτερο ασθενοφόρο [asθenoˈforo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Krankenwagen Krankenwagenαρσενικό | Maskulinum, männlich m ασθενοφόρο ασθενοφόρο