„ασημικά“: πληθυντικός ουδετέρου ασημικά [asimiˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Silberwaren Silberwarenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl ασημικά ασημικά