ασημαντολογία
[asimandoloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Small Talkαρσενικό και ουδέτερο | Maskulinum und Neutrum m/nασημαντολογίαασημαντολογία
Thank you for your feedback!