„ασεξουαλικός“ ασεξουαλικός [aseksualiˈkos], ασεξουαλική, ασεξουαλικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) asexuell asexuell ασεξουαλικός ασεξουαλικός