„ασβεστώνω“: μεταβατικό ρήμα ασβεστώνω [azvesˈtono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kalken, tünchen kalken, tünchen ασβεστώνω ασβεστώνω