„ασβεστοκονίαμα“: ουδέτερο ασβεστοκονίαμα [azvestokoˈniama]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mörtel Mörtelαρσενικό | Maskulinum, männlich m ασβεστοκονίαμα ασβεστοκονίαμα