„αρωματίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα αρωματίζομαι [aromaˈtizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich parfümieren sich parfümieren αρωματίζομαι αρωματίζομαι