αρχιμάγειρος
[arçiˈmajiros]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Chefkochαρσενικό | Maskulinum, männlich mαρχιμάγειροςChefköchinθηλυκό | Femininum, weiblich fαρχιμάγειροςαρχιμάγειρος