„αρχιεργάτης“: αρσενικό αρχιεργάτης [arçierˈɣatis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Vorarbeiter Vorarbeiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m αρχιεργάτης αρχιεργάτης