„Αρχιεπισκοπή“: θηλυκό Αρχιεπισκοπή [arçiepiskoˈpi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erzbistum Erzbistumουδέτερο | Neutrum, sächlich n Αρχιεπισκοπή Αρχιεπισκοπή