„αρχιδούκας“: αρσενικό αρχιδούκας [arçiˈðukas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erzherzog Erzherzogαρσενικό | Maskulinum, männlich m αρχιδούκας αρχιδούκας