„αρχηγία“: θηλυκό αρχηγία [arçiˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kommando, Führung Kommandoουδέτερο | Neutrum, sächlich n αρχηγία Führungθηλυκό | Femininum, weiblich f αρχηγία αρχηγία