„αρχειοφύλακας“: αρσενικό και θηλυκό αρχειοφύλακας [arçioˈfilakas]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Archivar Archivarαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f αρχειοφύλακας αρχειοφύλακας