„αρχειοθετώ“: μεταβατικό ρήμα αρχειοθετώ [arçioθeˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ablegen, archivieren ablegen, archivieren αρχειοθετώ έγγραφα αρχειοθετώ έγγραφα