„αρχαιοπωλείο“: ουδέτερο αρχαιοπωλείο [arçeopoˈlio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Antiquariat Antiquariatουδέτερο | Neutrum, sächlich n αρχαιοπωλείο αρχαιοπωλείο