αρχαίος
[arˈçeos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αρχαία, αρχαίοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- αρχαία άνω γερμανικήθηλυκό | Femininum, weiblich fAlthochdeutschουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αρχαία γερμανική
- Αρχαία Ελλάδαθηλυκό | Femininum, weiblich fAltgriechenlandουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples
αρχαίος
[arˈçeos]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Altertümerπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplαρχαίοςαρχαίος