„αρχέγονος“ αρχέγονος [arˈçeɣonos], αρχέγονη, αρχέγονοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) urzeitlich urzeitlich αρχέγονος αρχέγονος