„αρχάγγελος“: αρσενικό αρχάγγελος [arˈxaŋgjelos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erzengel Erzengelαρσενικό | Maskulinum, männlich m αρχάγγελος αρχάγγελος