„αρτοποιείο“: ουδέτερο αρτοποιείο [artopiˈio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bäckerei Bäckereiθηλυκό | Femininum, weiblich f αρτοποιείο αρτοποιείο