αρτιότητα
[artiˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Vollständigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαρτιότητααρτιότητα
examples
- αρτιότητα γνώσεωνSachverstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m