„αρρωστιάρης“ αρρωστιάρης [aroˈstjaris], αρρωστιάρα, αρρωστιάρικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kränklich kränklich αρρωστιάρης αρρωστιάρης