„αρμός“: αρσενικό αρμός [arˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fuge Fugeθηλυκό | Femininum, weiblich f αρμός τεχνική | Technikτεχν αρμός τεχνική | Technikτεχν