„αρματωσιά“: θηλυκό αρματωσιά [armatoˈsja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Takelage Takelageθηλυκό | Femininum, weiblich f αρματωσιά ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ αρματωσιά ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ