„αρμαθιάζω“: μεταβατικό ρήμα αρμαθιάζω [armaˈθjazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) aneinanderreihen aneinanderreihen αρμαθιάζω αρμαθιάζω