αριστοτεχνικός
[aristotexniˈkos], αριστοτεχνική, αριστοτεχνικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- meisterhaftαριστοτεχνικόςαριστοτεχνικός
Thank you for your feedback!