αριστοκρατία
[aristokraˈtia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Aristokratieθηλυκό | Femininum, weiblich fαριστοκρατίαAdelαρσενικό | Maskulinum, männlich mαριστοκρατίααριστοκρατία