αριβίστας
[ariˈvistas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Emporkömmlingαρσενικό | Maskulinum, männlich mαριβίσταςαριβίστας