αρθρίτιδα
[arˈθritiða]θηλυκό | Femininum, weiblich f, αρθριτικά [arθritiˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Arthritisθηλυκό | Femininum, weiblich fαρθρίτιδαGelenkentzündungθηλυκό | Femininum, weiblich fαρθρίτιδααρθρίτιδα