„αργοπορώ“: αμετάβατο ρήμα αργοπορώ [arɣopoˈro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich verspäten sich verspäten αργοπορώ αργοπορώ