„αργεντίνικος“ αργεντίνικος [arjenˈdinikos], αργεντίνικη, αργεντίνικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) argentinisch argentinisch αργεντίνικος αργεντίνικος